- εκτροχιάζω
- [эктрохиазо] ρ совершать крушение поезда.
Эллино-русский словарь. 2014.
Эллино-русский словарь. 2014.
εκτροχιάζω — 1. αναγκάζω κάτι να βγει από την τροχιά του (ιδίως για τροχοφόρο που κινείται σε σιδηροτροχιές) 2. μτφ. μέσ. παρεκτρέπομαι, εξέρχομαι από την ευπρέπεια και το πρέπον, βγαίνω από τα όριά μου … Dictionary of Greek
εκτροχιάζω — εκτροχίασα, εκτροχιάστηκα, εκτροχιασμένος, μτβ. 1. αναγκάζω κάτι (και μάλιστα όχημα που κινείται σε σιδηροτροχιές) να βγει από την τροχιά του. 2. μτφ., το μέσ., εκτροχιάζομαι βγαίνω από τα όριά μου, το παρακάνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκτροχίαση — η 1. η ενέργεια τού εκτροχιάζω 2. το αποτέλεσμα τού εκτροχιάζω, η έξοδος από την τροχιά, κυρίως για οχήματα που κινούνται πάνω σε σιδηροτροχιές 3. μτφ. παρεκτροπή, έξοδος από τα όρια τού πρέποντος ή τής ευπρέπειας … Dictionary of Greek